- ἅμιλλα
- ἅμιλλα, ης, ἡ,A contest for superiority, conflict,
τῶν νεῶν ἅμιλλαν . . ἰδέσθαι Hdt.7.44
; ἅ. ἵππων horse-race, ib.196, cf. Pi.O.5.6, I.5(4).6; ῥιμφαρμάτοις ἁμίλλαις in racing of swift chariots, S.OC1063, cf. El. 861; ἅ. ἀγαθῶν ἀνδρῶν contest of brave men, D.20.108;μειρακίων Ar. Eq.556
;χορῶν Pl.Lg.834e
; of boat-races, IG22.1028.20, Pl.Com. 183.2 c.gen.rei, ἰσχύος trial of strength, Pi.N.9.12 (pl.);πτερύ γων ἁμίλλαις A.Pr.129
; ποδοῖν, λόγων, φρονήματος, E.IA212, Med. 546, Andr.214;ἀρετῆς Pl.Lg.731b
: c. gen. obj., ἅ. λέκτρων contest for marriage, E.Hipp.1141;ἔρωτος Gorg.Hel.5
: abs., eager desire, Herod.6.68 (s.v.l.):—alsoἅ. περί τινος Isoc.10.15
; freq.in Poets with Adj., ἅ. φιλόπλουτος, πολύτεκνος striving after wealth or children, E. IT411, Med.557: with gen.in adjectival sense, ἅ.αἵματος, = αἱματόες σα, Id.Hel.1155:—phrases: ἅμιλλαν τιθέναι, προτιθέναι propose contest, Id.Andr.1020, Med. l.c.; ἅ. ποιεῖσθαι contend eagerly, ὅκως . . Hdt.8.10; ἅ. ἐποιοῦντο they had a race, Th.6.32;ἅ. ποιεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους Pl.Lg.830d
; εἰς ἅ. ἔρχεσθαι, ἐξελθεῖν, E.Tr.621, Hec.226;πρὸς ἅ. ἐλθεῖν Id.Med.1083
; ἅ. γίγνεται ὅπως . . struggle arises, Th.8.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.